-
1 γραμματίζω
γραμματίζω, die γράμματα lehren, VLL. ὁ γεγραμματισμένος, der Gelehrte. – In Inscr. (vgl. I p. 756) Schreiber sein, böot. γραμματίδδω.
-
2 γραμματίζω
γραμματίζω, die γράμματα lehren; ὁ γεγραμματισμένος, der Gelehrte. Schreiber sein
См. также в других словарях:
γεγραμματισμένος — γραμματίζω teach the spelling of a word perf part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γραμματίζω — (AM) [γράμμα] διδάσκω κάποιον γράμματα αρχ. 1. γραμματεύω 2. (μτχ. παθ. παρακμ.) γεγραμματισμένος βλ. γραμματισμένος … Dictionary of Greek
γραμματισμένος — η, ο (Μ γεγραμματισμένος και γραμματισμένος, η, ον) αυτός που ξέρει γράμματα, ο μορφωμένος … Dictionary of Greek