Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ὁ γεγραμματισμένος

См. также в других словарях:

  • γεγραμματισμένος — γραμματίζω teach the spelling of a word perf part mp masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γραμματίζω — (AM) [γράμμα] διδάσκω κάποιον γράμματα αρχ. 1. γραμματεύω 2. (μτχ. παθ. παρακμ.) γεγραμματισμένος βλ. γραμματισμένος …   Dictionary of Greek

  • γραμματισμένος — η, ο (Μ γεγραμματισμένος και γραμματισμένος, η, ον) αυτός που ξέρει γράμματα, ο μορφωμένος …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»